Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Τον παίζει στα δάχτυλα

  • 1 Τον παίζει στα δάχτυλα

    – Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
    – Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά
    Знать, как свои пять пальцев
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον παίζει στα δάχτυλα

  • 2 Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά

    – Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
    – Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά
    Знать, как свои пять пальцев
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά

  • 3 Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

    – Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
    – Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά
    Знать, как свои пять пальцев
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

  • 4 παίζω

    (αόρ. έπαιξα, παθ. αόρ. (ε)παίχτηκα и επαίχθην) 1. μετ. в разн. знач играть;

    παίζω χαρτιά — играть в карты;

    παίζω κρυφτό (ποδόσφαιρο) — играть в прятки (в футбол);

    παίζω βιολί — играть на скрипке;

    αύριο θα παίξουν άλλο έργο завтра покажут новый фильм;

    παίζω (τον) ρόλο прям., перен. — играть роль;

    αυτή παίζει την 'Ηλέκτρα — она играет Электру;

    § μας παίζει τον παπά — он прикидывается (дурачком), хитрит, пытается нас обмануть;

    του την επαιξε он его надул, обманул;

    τα παίζω κορώνα γράμματα — ставить всё на карту; — ставить жизнь на карту;

    (τα) παίζω στα δάχτυλα — в совершенстве владеть чём-л.; — знать как свои пять пальцев что-л.;

    τον παίζω στα δάχτυλα — а) обращаться с кем-л. как с игрушкой; — б) быть лучше, выше кого-л.;

    2. αμετ.
    1) шутить, подшучивать;

    εγώ δεν παίζω — я не шучу;

    δεν (или όχι) παίζουμε не будем шутки шутить, я вовсе не шучу, это не шутки;
    2) играть (в карты, азартные игры, на скачках); παίξε ходи, твой ход (в игре);

    παίζ στο χρηματιστήριο — играть на бирже;

    3) играть, забавляться; развлекаться;

    τα παίζω με κάποιον — флиртовать с кем-л.;

    4) колыхаться (о листьях, знамени, пламени); подрагивать, дрожать (о свете и т. п.);
    5) шататься (о гвозде и т. п.); болтаться (о ботинках и т. п.);

    § παίζει το μάτι — глаз, веко подрагивает;

    δεν είναι παίξε — γέλασε это дело не шуточное, это не игрушки (о трудной работе);
    τίς επαιξαν они подрались; του τίς έπαιξε он его поколотил;

    παίζομαι

    1) — идти (на сцене);

    παίζεται το έργο... идёт пьеса (фильм)...;
    2) разыгрываться (о лотерее и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παίζω

См. также в других словарях:

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρόπους — (phalaropus). Γένος πουλιών της οικογένειας των φαλαροποδιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Περιλαμβάνει πουλιά μέτριου μεγέθους με ίσιο και μακρύ ράμφος, μακριές και μυτερές φτερούγες, στρογγυλή ουρά και πόδια μέτριου ύψους. Το τρίχωμά τους,… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»